καλαμιτις

καλαμιτις
    καλαμῖτις
    κᾰλᾰμῖτις
    -ιδος ἥ Anth. = καλαμαία См. καλαμαια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καλαμιτις" в других словарях:

  • καλαμῖτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμῖτιν — καλαμῖτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίτιδα — ἡ (Α καλαμῑτις) νεοελλ. 1. ναυτ. ονομασία αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας 2. χημ. ονομασία τού μαγνητικού οξειδίου τού σιδήρου αρχ. είδος ακρίδας, η καλαμαία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. καλάμη] …   Dictionary of Greek

  • καλαμίτιδος — καλαμί̱τιδος , καλαμῖτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»